- νυμφοπόνος
- νυμφοπόνος, -ον (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ περὶ τὴν νύμφην πονουμένη»2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νυμφοπόνοςτίτλος ποιήματος τού Σώφρονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + πόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφοπόνος — busied with the bride masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοπόνῳ — νυμφοπόνος busied with the bride masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)